Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποβιβασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποβιβασμέν
ος
η
αποβιβασμέν
η
το
αποβιβασμέν
ο
γενική
του
αποβιβασμέν
ου
της
αποβιβασμέν
ης
του
αποβιβασμέν
ου
αιτιατική
τον
αποβιβασμέν
ο
την
αποβιβασμέν
η
το
αποβιβασμέν
ο
κλητική
αποβιβασμέν
ε
αποβιβασμέν
η
αποβιβασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποβιβασμέν
οι
οι
αποβιβασμέν
ες
τα
αποβιβασμέν
α
γενική
των
αποβιβασμέν
ων
των
αποβιβασμέν
ων
των
αποβιβασμέν
ων
αιτιατική
τους
αποβιβασμέν
ους
τις
αποβιβασμέν
ες
τα
αποβιβασμέν
α
κλητική
αποβιβασμέν
οι
αποβιβασμέν
ες
αποβιβασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποβιβασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποβιβάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αποβιβασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποβιβάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποβιβασμένος
γαλλικά
:
débarqué
(fr)