απαλυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pa.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐λυ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
απαλυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απαλύνω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαλυμένος
|