Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απίστωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απίστωτ
ος
η
απίστωτ
η
το
απίστωτ
ο
γενική
του
απίστωτ
ου
της
απίστωτ
ης
του
απίστωτ
ου
αιτιατική
τον
απίστωτ
ο
την
απίστωτ
η
το
απίστωτ
ο
κλητική
απίστωτ
ε
απίστωτ
η
απίστωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απίστωτ
οι
οι
απίστωτ
ες
τα
απίστωτ
α
γενική
των
απίστωτ
ων
των
απίστωτ
ων
των
απίστωτ
ων
αιτιατική
τους
απίστωτ
ους
τις
απίστωτ
ες
τα
απίστωτ
α
κλητική
απίστωτ
οι
απίστωτ
ες
απίστωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απίστωτος
<
α-
+
πιστώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απίστωτος, -η, -ο
που δεν του έχει
δοθεί
πίστωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πιστώνω
και
πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απίστωτος
αγγλικά
:
uncredited
(en)