αξόρκιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αξόρκιστος, -η, -ο
- που δεν έχει ξορκιστεί
- (ουσιαστικοποιημένο) (λαϊκότροπο) ο διάβολος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξόρκιστος
|