Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξόρκιστος η αξόρκιστη το αξόρκιστο
      γενική του αξόρκιστου της αξόρκιστης του αξόρκιστου
    αιτιατική τον αξόρκιστο την αξόρκιστη το αξόρκιστο
     κλητική αξόρκιστε αξόρκιστη αξόρκιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξόρκιστοι οι αξόρκιστες τα αξόρκιστα
      γενική των αξόρκιστων των αξόρκιστων των αξόρκιστων
    αιτιατική τους αξόρκιστους τις αξόρκιστες τα αξόρκιστα
     κλητική αξόρκιστοι αξόρκιστες αξόρκιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξόρκιστος < α- + ξορκίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξόρκιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ξορκιστεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (λαϊκότροπο) ο διάβολος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία