αξιοπρεπέστερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοπρεπέστερος < συγκριτικός βαθμός του αξιοπρεπής
Επίθετο επεξεργασία
αξιοπρεπέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο αξιοπρεπής, δείχνει καλύτερους τρόπους από άλλους, κάνει το αρμόζον και το πρέπον σε υψηλότερο βαθμό από άλλους, πιο αξιοσέβαστος από άλλους
Παράγωγα επεξεργασία
- αξιοπρεπέστερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοπρεπέστερος