Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιοδιάβαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξιοδιάβαστ
ος
η
αξιοδιάβαστ
η
το
αξιοδιάβαστ
ο
γενική
του
αξιοδιάβαστ
ου
της
αξιοδιάβαστ
ης
του
αξιοδιάβαστ
ου
αιτιατική
τον
αξιοδιάβαστ
ο
την
αξιοδιάβαστ
η
το
αξιοδιάβαστ
ο
κλητική
αξιοδιάβαστ
ε
αξιοδιάβαστ
η
αξιοδιάβαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξιοδιάβαστ
οι
οι
αξιοδιάβαστ
ες
τα
αξιοδιάβαστ
α
γενική
των
αξιοδιάβαστ
ων
των
αξιοδιάβαστ
ων
των
αξιοδιάβαστ
ων
αιτιατική
τους
αξιοδιάβαστ
ους
τις
αξιοδιάβαστ
ες
τα
αξιοδιάβαστ
α
κλητική
αξιοδιάβαστ
οι
αξιοδιάβαστ
ες
αξιοδιάβαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιοδιάβαστος
<
άξιος
+
-ο-
+
διαβάζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξιοδιάβαστος, -η, -ο
(
λόγιο
)
αξιανάγνωστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άξιος
και
αναγινώσκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιοδιάβαστος
→
δείτε
τη λέξη
αξιανάγνωστος