Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοδιάβαστος η αξιοδιάβαστη το αξιοδιάβαστο
      γενική του αξιοδιάβαστου της αξιοδιάβαστης του αξιοδιάβαστου
    αιτιατική τον αξιοδιάβαστο την αξιοδιάβαστη το αξιοδιάβαστο
     κλητική αξιοδιάβαστε αξιοδιάβαστη αξιοδιάβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοδιάβαστοι οι αξιοδιάβαστες τα αξιοδιάβαστα
      γενική των αξιοδιάβαστων των αξιοδιάβαστων των αξιοδιάβαστων
    αιτιατική τους αξιοδιάβαστους τις αξιοδιάβαστες τα αξιοδιάβαστα
     κλητική αξιοδιάβαστοι αξιοδιάβαστες αξιοδιάβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοδιάβαστος < άξιος + -ο- + διαβάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιοδιάβαστος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία