αξιανάγνωστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιανάγνωστος < άξιος + αναγινώσκω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αξιανάγνωστος, -η, -ο
- (λόγιο) που αξίζει να αναγνωστεί, να διαβαστεί
- Τα έργα αυτά δεν είναι απλώς "η παράδοσή μας", είναι κείμενα ζωντανά και αξιανάγνωστα. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιανάγνωστος