ανόργιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανόργιστος, -η, -ο
- που δεν οργίζεται
- Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος (Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), Ο διθύραμβος του ρόδου)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανόργιστος
|