αντλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααντλούμενος, -η, -ο
- αυτός που αντλείται, καθώς αντλείται, που μπορεί να αντλείται
- Για να προκύψει ο βέλτιστος όγκος αντλουμένου νερού από τις γεωτρήσεις...
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντλούμενος