Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντλιοφόρος η αντλιοφόρος
αντλιοφόρα
το αντλιοφόρο
      γενική του αντλιοφόρου της αντλιοφόρου
αντλιοφόρας
του αντλιοφόρου
    αιτιατική τον αντλιοφόρο την αντλιοφόρο
αντλιοφόρα
το αντλιοφόρο
     κλητική αντλιοφόρε αντλιοφόρε
αντλιοφόρα
αντλιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντλιοφόροι οι αντλιοφόροι
αντλιοφόρες
τα αντλιοφόρα
      γενική των αντλιοφόρων των αντλιοφόρων των αντλιοφόρων
    αιτιατική τους αντλιοφόρους τις αντλιοφόρους
αντλιοφόρες
τα αντλιοφόρα
     κλητική αντλιοφόροι αντλιοφόροι
αντλιοφόρες
αντλιοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντλιοφόρος < αρχαία ελληνική ἀντλία /ἄντλιον/ἀντλίον (αρχαία σημασία: κάδος για άντληση νερού, νεότερη σημασία: λαβή για άντληση)[1] + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

αντλιοφόρος, -ος / -α, -ο

  1. που φέρει αντλία
    αντλιοφόρος κάδος με χειροκίνητη αντλία (πυροσβεστικός κάδος)
  2. που έχει δυνατότητα άντλησης νερού
    αντλιοφόρο όχημα, όλα τα ναυαγοσωστικά είναι αντλιοφόρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «ἀντλίον» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .