αντλιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντλιοφόρος < αρχαία ελληνική ἀντλία /ἄντλιον/ἀντλίον (αρχαία σημασία: κάδος για άντληση νερού, νεότερη σημασία: λαβή για άντληση)[1] + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίααντλιοφόρος, -ος / -α, -ο
- που φέρει αντλία
- ⮡ αντλιοφόρος κάδος με χειροκίνητη αντλία (πυροσβεστικός κάδος)
- που έχει δυνατότητα άντλησης νερού
- ⮡ αντλιοφόρο όχημα, όλα τα ναυαγοσωστικά είναι αντλιοφόρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντλιοφόρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ἀντλίον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .