↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιψυχωσικός η αντιψυχωσική το αντιψυχωσικό
      γενική του αντιψυχωσικού της αντιψυχωσικής του αντιψυχωσικού
    αιτιατική τον αντιψυχωσικό την αντιψυχωσική το αντιψυχωσικό
     κλητική αντιψυχωσικέ αντιψυχωσική αντιψυχωσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιψυχωσικοί οι αντιψυχωσικές τα αντιψυχωσικά
      γενική των αντιψυχωσικών των αντιψυχωσικών των αντιψυχωσικών
    αιτιατική τους αντιψυχωσικούς τις αντιψυχωσικές τα αντιψυχωσικά
     κλητική αντιψυχωσικοί αντιψυχωσικές αντιψυχωσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιψυχωσικός < αντί + ψυχωσικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιψυχωσικός, -ή, ό και αντιψυχωτικός (επίθετο χωρίς παραθετικά)

  1. χαρακτηρισμός ουσίας ή παράγοντα που διευκολύνει ασθενείς με ψυχωσικά επεισόδια
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το αντιψυχωσικό φάρμακο
    ⮡  Τα αντιψυχωσικά χορηγούνται για μια σειρά ψυχικών παθήσεων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία