αντισκορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισκορικός < αντι- + σκόρος + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antimite)
Επίθετο επεξεργασία
αντισκορικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση του σκόρου
αντισκορικός, -ή, -ό