αντιπροσωπεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αντιπροσωπεύων | η | αντιπροσωπεύουσα | το | αντιπροσωπεύον |
γενική | του | αντιπροσωπεύοντος | της | αντιπροσωπεύουσας & αντιπροσωπευούσης* |
του | αντιπροσωπεύοντος |
αιτιατική | τον | αντιπροσωπεύοντα | την | αντιπροσωπεύουσα | το | αντιπροσωπεύον |
κλητική | αντιπροσωπεύων | αντιπροσωπεύουσα | αντιπροσωπεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αντιπροσωπεύοντες | οι | αντιπροσωπεύουσες | τα | αντιπροσωπεύοντα |
γενική | των | αντιπροσωπευόντων | των | αντιπροσωπευουσών | των | αντιπροσωπευόντων |
αιτιατική | τους | αντιπροσωπεύοντες | τις | αντιπροσωπεύουσες | τα | αντιπροσωπεύοντα |
κλητική | αντιπροσωπεύοντες | αντιπροσωπεύουσες | αντιπροσωπεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιπροσωπεύων < (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αντιπροσωπεύω
Μετοχή
επεξεργασίααντιπροσωπεύων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που αντιπροσωπεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπροσωπεύων