↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπουριτανός οι αντιπουριτανοί
      γενική του αντιπουριτανού των αντιπουριτανών
    αιτιατική τον αντιπουριτανό τους αντιπουριτανούς
     κλητική αντιπουριτανέ αντιπουριτανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπουριτανός < αγγλική antipuritan puritan < purity +‎ -an < pure < λατινική purus (καθαρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- / *pewh₂- (καθαρίζω, εξαγνίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπουριτανός αρσενικό (θηλυκό αντιπουριτανή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αντιπουριτανός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)