αντιξιφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιξιφισμός < αντι- + ξιφισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική riposte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιξιφισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η απάντηση σε επίθεση με ξίφος ή ή αντεπίθεση με ξίφος
- (σπάνιο) (μεταφορικά) η λεκτική απάντηση ή αντεπίθεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιξιφισμός
|