αντίνυξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίνυξη | οι | αντινύξεις |
γενική | της | αντίνυξης* | των | αντινύξεων |
αιτιατική | την | αντίνυξη | τις | αντινύξεις |
κλητική | αντίνυξη | αντινύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντινύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντίνυξη < αντι- + νύξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική riposte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίνυξη θηλυκό