Ετυμολογία

επεξεργασία
επιτυχώς < επιτυχής

Επίρρημα

επεξεργασία

επιτυχώς

  1. με επιτυχία
    ολοκληρώθηκε επιτυχώς η χτεσινή σύσκεψη συνδικαλιστών

Μεταφράσεις

επεξεργασία