επιτυχώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιτυχώς < επιτυχής
Επίρρημα
επεξεργασία
επιτυχώς
- με επιτυχία
- ολοκληρώθηκε επιτυχώς η χτεσινή σύσκεψη συνδικαλιστών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιτυχώς