αντεπίθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεπίθεση | οι | αντεπιθέσεις |
γενική | της | αντεπίθεσης* | των | αντεπιθέσεων |
αιτιατική | την | αντεπίθεση | τις | αντεπιθέσεις |
κλητική | αντεπίθεση | αντεπιθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεπιθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεπίθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντεπίθε(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀντί + ἐπίθεσις (αντ- + επίθεση) < ἐπιτίθημι < τίθημι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contre-attaque[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.deˈpi.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντε‐πί‐θε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντεπίθεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) επίθεση εναντίον κάποιων που κάνουν ή έκαναν επίθεση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντεπιτίθεμαι, επιτίθεμαι και θέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντεπίθεση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντεπίθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας