αντιμονοπωλιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμονοπωλιακός < αντι- + μονοπωλιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antitrast)
Επίθετο επεξεργασία
αντιμονοπωλιακός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στα μονοπώλια
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιμονοπωλιακά
- → δείτε τις λέξεις αντί, μονοπώλιο, μόνος και πωλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμονοπωλιακός