Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλυσσικός η αντιλυσσική το αντιλυσσικό
      γενική του αντιλυσσικού της αντιλυσσικής του αντιλυσσικού
    αιτιατική τον αντιλυσσικό την αντιλυσσική το αντιλυσσικό
     κλητική αντιλυσσικέ αντιλυσσική αντιλυσσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλυσσικοί οι αντιλυσσικές τα αντιλυσσικά
      γενική των αντιλυσσικών των αντιλυσσικών των αντιλυσσικών
    αιτιατική τους αντιλυσσικούς τις αντιλυσσικές τα αντιλυσσικά
     κλητική αντιλυσσικοί αντιλυσσικές αντιλυσσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιλυσσικός < αντι- + λυσσικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antirabique)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιλυσσικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία