↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικυκλικός η αντικυκλική το αντικυκλικό
      γενική του αντικυκλικού της αντικυκλικής του αντικυκλικού
    αιτιατική τον αντικυκλικό την αντικυκλική το αντικυκλικό
     κλητική αντικυκλικέ αντικυκλική αντικυκλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικυκλικοί οι αντικυκλικές τα αντικυκλικά
      γενική των αντικυκλικών των αντικυκλικών των αντικυκλικών
    αιτιατική τους αντικυκλικούς τις αντικυκλικές τα αντικυκλικά
     κλητική αντικυκλικοί αντικυκλικές αντικυκλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικυκλικός < αντί (=ενάντια) + κύκλος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντικυκλικός, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) όταν «βαίνουμε» αντίθετα στο «κύκλο»
  2. (οικονομικός όρος) είναι η πολιτική που ακολουθείται ενάντια στο κλίμα, στους κύκλους της οικονομίας
    σε μια οικονομική ύφεση δεν είναι πάντα βέβαιο ότι μια αντικυκλική νομισματική πολιτική θα επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία