αντικυκλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντικυκλικός, -η, -ο
- (μεταφορικά) όταν «βαίνουμε» αντίθετα στο «κύκλο»
- (οικονομικός όρος) είναι η πολιτική που ακολουθείται ενάντια στο κλίμα, στους κύκλους της οικονομίας
- σε μια οικονομική ύφεση δεν είναι πάντα βέβαιο ότι μια αντικυκλική νομισματική πολιτική θα επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικυκλικός