↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκυκλικός η προκυκλική το προκυκλικό
      γενική του προκυκλικού της προκυκλικής του προκυκλικού
    αιτιατική τον προκυκλικό την προκυκλική το προκυκλικό
     κλητική προκυκλικέ προκυκλική προκυκλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκυκλικοί οι προκυκλικές τα προκυκλικά
      γενική των προκυκλικών των προκυκλικών των προκυκλικών
    αιτιατική τους προκυκλικούς τις προκυκλικές τα προκυκλικά
     κλητική προκυκλικοί προκυκλικές προκυκλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκυκλικός < αγγλική procyclical < pro- (<λατινική pro) + cyclical < κύκλος

  Επίθετο

επεξεργασία

προκυκλικός, -ή, -ό

  • που εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση με τον οικονομικό κύκλο, που επιτείνει τα αποτελέσματα του οικονομικού κύκλου

«Η κυβέρνηση ... υιοθέτησε μία επιθετική πολιτική εσωτερικής υποτίμησης ως απόκριση στην κρίση ... , ακολουθώντας προκυκλικές μακροοικονομικές πολιτικές»

Σημειώσεις

επεξεργασία

Η λέξη προκυκλικός βρίσκεται σε μεγαλύτερη χρήση. Ως ομώνυμο και ορθότερο (με πολύ μικρότερη χρήση χρήση στην πράξη) έχει προταθεί το φιλοκυκλικός. Εναλλακτικά έχει προταθεί και η λέξη υπερκυκλικός (η οποία και αυτή, όπως ο λέξη «προκυκλικός θεωρείται λανθασμένη», με ελάχιστη χρήση για την οικονομική της έννοια).

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • αντικυκλικός (αυτός που κινείται προς αντίθετη κατεύθυνση με αυτή του οικονομικού κύκλου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία