αντικαπιταλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαπιταλιστικός < αντι- + καπιταλιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anticapitaliste) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.ka.pi.ta.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κα‐πι‐τα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντικαπιταλιστικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στον καπιταλισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- αντικαπιταλιστικά (επίρρημα)
- → και δείτε τις λέξεις αντί και καπιταλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικαπιταλιστικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντικαπιταλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας