αντιιδρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιιδρωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση του ιδρώτα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιιδρωτικός