αντιεπιστημονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιεπιστημονικός < αντι- + επιστημονικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiscientific)
Επίθετο
επεξεργασίααντιεπιστημονικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιεπιστημονικά
- → δείτε τις λέξεις αντί και επιστήμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιεπιστημονικός