ανεπιστημονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπιστημονικός < αρχαία ελληνική ἀνεπιστημονικός < ἐπιστημονικός < ἐπίσταμαι
Επίθετο επεξεργασία
ανεπιστημονικός, -ή, -ό
- που δεν εδράζεται σε επιστημονικά δεδομένα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεπιστημονικά
- ανεπιστημονικώς
- → δείτε τη λέξη επιστήμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπιστημονικός