αντιβουλγαρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιβουλγαρικός < καθαρεύουσα ἀντιβουλγαρικός < ἀντι- + βουλγαρικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.vul.ɣa.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐βουλ‐γα‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααντιβουλγαρικός, -ή, -ό
- που είναι ενάντια στους Βούλγαρους ή τη Βουλγαρία
- ※ Το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας κατήγγειλε την Παρασκευή ότι στη Βόρεια Μακεδονία εκδηλώνονται εκ νέου «αντιβουλγαρικά αισθήματα» από πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα στα Σκόπια, που κάνουν κατάχρηση της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία για τον σκοπό αυτό.
- Φραγκόπουλος, Νίκος (18 Μαρτίου 2022), Η Σόφια κάνει λόγο για αντιβουλγαρική προπαγάνδα στα Σκόπια με αφορμή την ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, ertnews.gr
- ※ Το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας κατήγγειλε την Παρασκευή ότι στη Βόρεια Μακεδονία εκδηλώνονται εκ νέου «αντιβουλγαρικά αισθήματα» από πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα στα Σκόπια, που κάνουν κατάχρηση της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία για τον σκοπό αυτό.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βουλγαρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιβουλγαρικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιβουλγαρικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας