αντεπιχείρημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντεπιχείρημα < αντι- + επιχείρημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterargument)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντεπιχείρημα ουδέτερο
- επιχείρημα με το οποίο αντικρούουμε ή ανασκευάζουμε άλλο επιχείρημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντί, επιχείρημα, επιχειρώ και χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντεπιχείρημα