αντεπανάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεπανάσταση | οι | αντεπαναστάσεις |
γενική | της | αντεπανάστασης* | των | αντεπαναστάσεων |
αιτιατική | την | αντεπανάσταση | τις | αντεπαναστάσεις |
κλητική | αντεπανάσταση | αντεπαναστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεπαναστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντεπανάσταση < αντι- + επανάσταση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-révolution)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντεπανάσταση θηλυκό
- επανάσταση που γίνεται για να εναντιωθεί κάποιος σε άλλη επανάσταση
- αντίθεση προς την ιδεολογία και πρακτική των επαναστάσεων
Συγγενικά επεξεργασία
- αντεπαναστάτης
- αντεπαναστατικά
- αντεπαναστατικός
- αντεπαναστατικώς
- αντεπαναστάτρια
- αντεπαναστατώ
- → δείτε τις λέξεις αντί, επανάσταση και στάση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντεπανάσταση