↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεπαναστατικός η αντεπαναστατική το αντεπαναστατικό
      γενική του αντεπαναστατικού της αντεπαναστατικής του αντεπαναστατικού
    αιτιατική τον αντεπαναστατικό την αντεπαναστατική το αντεπαναστατικό
     κλητική αντεπαναστατικέ αντεπαναστατική αντεπαναστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεπαναστατικοί οι αντεπαναστατικές τα αντεπαναστατικά
      γενική των αντεπαναστατικών των αντεπαναστατικών των αντεπαναστατικών
    αιτιατική τους αντεπαναστατικούς τις αντεπαναστατικές τα αντεπαναστατικά
     κλητική αντεπαναστατικοί αντεπαναστατικές αντεπαναστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντεπαναστατικός < αντι- + επαναστατικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντεπαναστατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία