ανορθωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ανορθωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανόρθωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ηλεκτρολογία) που έχει σχέση με τον ανορθωτή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανορθωτικός
|