↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανορθωτικός η ανορθωτική το ανορθωτικό
      γενική του ανορθωτικού της ανορθωτικής του ανορθωτικού
    αιτιατική τον ανορθωτικό την ανορθωτική το ανορθωτικό
     κλητική ανορθωτικέ ανορθωτική ανορθωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανορθωτικοί οι ανορθωτικές τα ανορθωτικά
      γενική των ανορθωτικών των ανορθωτικών των ανορθωτικών
    αιτιατική τους ανορθωτικούς τις ανορθωτικές τα ανορθωτικά
     κλητική ανορθωτικοί ανορθωτικές ανορθωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ανορθωτικός < ανορθώνω + -τικός
  2. ανορθωτικός < ανορθωτής + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανορθωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την ανόρθωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ηλεκτρολογία) που έχει σχέση με τον ανορθωτή ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία