ανορθωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανορθωτής < (ελληνιστική κοινή) ἀνορθωτής (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική redresseur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανορθωτής αρσενικό
- αυτός που ανορθώνει ή συμβάλλει στην ανόρθωση
- θηλυκό ανορθώτρια
- ≈ συνώνυμα: επανορθωτής
- (ηλεκτρολογία) συσκευή που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές