ανιόντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανιών & ανιόντας |
η | ανιούσα | το | ανιόν |
γενική | του | ανιόντος & ανιόντα |
της | ανιούσας & ανιούσης* |
του | ανιόντος |
αιτιατική | τον | ανιόντα | την | ανιούσα | το | ανιόν |
κλητική | ανιών & ανιόντα |
ανιούσα | ανιόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανιόντες | οι | ανιούσες | τα | ανιόντα |
γενική | των | ανιόντων | των | ανιουσών | των | ανιόντων |
αιτιατική | τους | ανιόντες | τις | ανιούσες | τα | ανιόντα |
κλητική | ανιόντες | ανιούσες | ανιόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρόντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανιόντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνιών, από αιτιατική πτώση τόν ἀνιόντα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.niˈon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐ό‐ντας
- ομόηχο: ανιώντας
Μετοχή
επεξεργασίαανιόντας, -ούσα, -όν
- μορφή του ανιών με νεότερες καταλήξεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανιόντας
|