ανιώντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.niˈon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐ώ‐ντας
- ομόηχο: ανιόντας
Μετοχή
επεξεργασίαανιώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ανιώ
Δείτε επίσης : ανιόντας |
ανιώντας άκλιτο