Ετυμολογία

επεξεργασία
ανιώ < ουσιαστικό ανία

ανιώ

  • (σπάνιο, ποιητικό) νιώθω ανία
"Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ" (Κ.Π. Καβάφης, Σύγχυσις)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία