Δείτε επίσης: ἀνιόντες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ανιόντες
      γενική των ανιόντων
    αιτιατική τους ανιόντες
     κλητική ανιόντες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανιόντες αρσενικό στον πληθυντικό

  1. (λόγιο, νομικός όρος) οι συγγενείς (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) από τους οποίους κατάγεται άμεσα κάποιος
  2. (βυζαντινή μουσική)  δείτε τον όρο ανιόντες χαρακτήρες

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ανιών

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία