ανισομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανισομετρικός, -ή, -ό
- που χωρίζεται σε άνισα τμήματα ή αποτελείται από άνισα κομμάτια
- Τα παραπάνω στοιχεία προσδίδουν ανισομετρικά χαρακτηριστικά στο Ταμείο και στην ασφάλιση των μηχανικών. (*)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανισομετρικός