ανθρωπογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropognosie < ανθρωπο- + -γνωσία / αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + γιγνώσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωπογνωσία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ανθρωπογνώστης
- ανθρωπογνωστικά
- ανθρωπογνωστικός
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και γνώση