Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρακής η ανθρακιά το ανθρακί
      γενική του ανθρακή
ανθρακιού
της ανθρακιάς του ανθρακιού
(ανθρακί)
    αιτιατική τον ανθρακή την ανθρακιά το ανθρακί
     κλητική ανθρακή ανθρακιά ανθρακί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρακιοί οι ανθρακιές τα ανθρακιά
      γενική των ανθρακιών των ανθρακιών των ανθρακιών
    αιτιατική τους ανθρακιούς τις ανθρακιές τα ανθρακιά
     κλητική ανθρακιοί ανθρακιές ανθρακιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη: ανθρακί
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρακής < άνθρακας + -ής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.θɾaˈcis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θρα‐κής

  Επίθετο επεξεργασία

ανθρακής, -ιά, -ί & άκλιτο ανθρακί

  1. που έχει το χρώμα του άνθρακα
  2. (χρώμα, ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη ανθρακί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία