ανεύφλεκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανεύφλεκτος, -η, -ο
- που δεν αναφλέγεται εύκολα, που δεν καίγεται εύκολα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεύφλεκτος
|
ανεύφλεκτος, -η, -ο
|