↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεφυάλωτος η ανεφυάλωτη το ανεφυάλωτο
      γενική του ανεφυάλωτου της ανεφυάλωτης του ανεφυάλωτου
    αιτιατική τον ανεφυάλωτο την ανεφυάλωτη το ανεφυάλωτο
     κλητική ανεφυάλωτε ανεφυάλωτη ανεφυάλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεφυάλωτοι οι ανεφυάλωτες τα ανεφυάλωτα
      γενική των ανεφυάλωτων των ανεφυάλωτων των ανεφυάλωτων
    αιτιατική τους ανεφυάλωτους τις ανεφυάλωτες τα ανεφυάλωτα
     κλητική ανεφυάλωτοι ανεφυάλωτες ανεφυάλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεφυάλωτος < αν- στερητικό + εφυαλώ(νω) < εφ- + ύαλ(ος) + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.fiˈa.lo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐φυ‐ά‐λω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεφυάλωτος, -η, -ο

  • (σπάνιο) που δεν έχει υποστεί εφυάλωση, γυάλωμα
    ※  Ταφικό ομοίωμα αλόγου από ανεφυάλωτο πηλό με γραπτή διακόσμηση.
    Τίτλος εκθέματος ΓΕ 2175, Μουσείο Μπενάκη

Συγγενικά

επεξεργασία

Διαφορετικό το εμφιαλώνω.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία