ανεφυάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.fiˈa.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐φυ‐ά‐λω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεφυάλωτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν έχει υποστεί εφυάλωση, γυάλωμα
- ※ Ταφικό ομοίωμα αλόγου από ανεφυάλωτο πηλό με γραπτή διακόσμηση.
- Τίτλος εκθέματος ΓΕ 2175, Μουσείο Μπενάκη
- ※ Ταφικό ομοίωμα αλόγου από ανεφυάλωτο πηλό με γραπτή διακόσμηση.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔιαφορετικό το εμφιαλώνω.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεφυάλωτος
|