Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυάλωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γυάλωμα
τα
γυαλώμα
τ
α
γενική
του
γυαλώμα
τ
ος
των
γυαλωμά
τ
ων
αιτιατική
το
γυάλωμα
τα
γυαλώμα
τ
α
κλητική
γυάλωμα
γυαλώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυάλωμα
<
γυαλώνω
+
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈʝa.lo.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυάλωμα
ουδέτερο
η
εφυάλωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυάλωμα
→
δείτε
τη λέξη
εφυάλωση