ανευφάνταστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευφάνταστος < αν- + ευφάνταστος
Επίθετο επεξεργασία
ανευφάνταστος
- (λόγιο) που δεν έχει φαντασία
- Ανέντακτα στη δράση, άδετα και ανευφάνταστα υπήρξαν και τα μπερντέδικα σκηνικά -μια παράδοση σκηνογραφικής ακινησίας για τον Φασιανό, εκλεκτό μας ζωγράφο, που δεν έχει λόγο να ανακατώνεται με πίτουρα που δεν του πάνε. (*)
- Πέραν των προσεγμένων κοστουμιών της Μαρί-Νοέλ Σεμέ, το σκηνικό της πρόδωσε τον σκηνοθέτη: βαριά τόπια υφαντά, κρέμονταν από την κορυφή μέχρι το δάπεδο, ακίνητα, αλειτούργητα, αφιλόξενα, τελικώς βλοσυρώς ανευφάνταστα. (*)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανευφάνταστα
- → δείτε τις λέξεις ευφάνταστος, φαντάζομαι και φαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευφάνταστος