ανεπίκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπίκλητος < αρχαία ελληνική ἀνεπίκλητος < α- + ἐπί + κλητός < καλέω / καλῶ
Επίθετο
επεξεργασίαανεπίκλητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν επικαλεστεί
- που δεν τον έχουν καλέσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεπίκλητος
|