ανελλήνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανελλήνιστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνελλήνιστος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἑλληνίζω < Ἕλλην
Επίθετο
επεξεργασίαανελλήνιστος, -η, -ο
- που δεν γνωρίζει τον ελληνικό πολιτισμό, τα ήθη και τους τρόπους των Ελλήνων
- που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, το λεξιλόγιο, τη σύνταξη κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Έλληνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανελλήνιστος