ανεκμετάλλευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεκμετάλλευτος (λόγιο) < α- στερητικό + εκμεταλλεύομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεκμετάλλευτος
- αναξιοποίητος, που δεν έχει αξιοποιηθεί (συχνότερα κυρίως γιια τον εθνικό πλούτο και πάντως όχι για έμψυχα)
- ανεκμετάλλευτος ορυκτός πλούτος, δασικός πλούτος
- Δεν αφήνουν τίποτα ανεκμετάλλευτο, βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι, όλα τα έχουν εμπορευματοποιήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεκμετάλλευτος