αναξιοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναξιοποίητος < λόγια λέξη της καθαρεύουσας από το α το στερητικό και το ρήμα αξιοποιώ
Επίθετο
επεξεργασίααναξιοποίητος
- που δεν έχει αξιοποιηθεί, προσδιορισμός για κάτι χρήσιμο και θετικό που θα μπορούσε να αποφέρει όφελος ή ευχαρίστηση
- αναξιοποίητος χρόνος, ενέργεια, δυναμικό, ταλέντο, δυνατότητα, κεφάλαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναξιοποίητος