ανατροφοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατροφοδότηση | οι | ανατροφοδοτήσεις |
γενική | της | ανατροφοδότησης* | των | ανατροφοδοτήσεων |
αιτιατική | την | ανατροφοδότηση | τις | ανατροφοδοτήσεις |
κλητική | ανατροφοδότηση | ανατροφοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατροφοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανατροφοδότηση < (καθαρεύουσα) ἀνατροφοδότη(σις) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική feedback[1]). Αναλύεται σε ανα- + τροφοδότηση
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανατροφοδότηση θηλυκό
- η τροφοδότηση εκ νέου
- (τεχνολογία) ανάδραση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανατροφοδότηση
ανάδραση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανατροφοδότηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας