ανατροφοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατροφοδοτικός < ανατροφοδότηση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαανατροφοδοτικός
- που έχει σχέση με την ανατροφοδότηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανατροφοδότηση, ανά, τροφοδοτώ, τρέφω και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατροφοδοτικός
|