Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατροφοδοτώ < ανα- + τροφοδοτώ

  Ρήμα επεξεργασία

ανατροφοδοτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία